отхватить - translation to γαλλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

отхватить - translation to γαλλικά


отхватить      
1) couper ( отрезать ); arracher ( оторвать ); trancher ( отрубить )
2) ( приобрести ) décrocher le bon morceau
s'administrer      
брать /взять ;присваивать/присвоить [себе] ; отхватывать/отхватить [себе];
il s'est administré la meilleure part - он присвоил [отхватил] себе лучшую часть;
s'administrer un petit verre de rhum - выпивать/выпить [пропускать/пропустить] стаканчик рома
empoigne      
{f} la foire d'empoigne - драка; свалка;
ce n'est pas une distribution, c'est la foire d'empoigne - это не раздача, a драка [кто больше отхватит]

Ορισμός

отхватить
ОТХВАТ'ИТЬ, отхвачу, отхватишь, ·совер.отхватывать
), что (·разг. ).
1. Оторвать, отрубить, откусить, отрезать. "Он ножницами отхватил себе темные кудри." А.Н.Толстой.
2. Сделать, исполнить быстро, бойко, залихватски. Отхватить трепака.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για отхватить
1. Максимум смогли отхватить жители Республики Марий Эл.
2. Чтобы отхватить этот кусок, нужно бороться дальше.
3. Россия показывает, что намерена отхватить львиную долю.
4. Желание отгородиться и отхватить кусочек пространства...
5. Свою долю пытались отхватить и динамовские руководители.